ML (γλώσσα προγραμματισμού) - definição. O que é ML (γλώσσα προγραμματισμού). Significado, conceito
Diclib.com
Dicionário Online

O que (quem) é ML (γλώσσα προγραμματισμού) - definição


Γλώσσα προγραμματισμού         
ΤΕΧΝΗΤΉ ΓΛΏΣΣΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΈΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΘΟΎΝ ΕΝΤΟΛΈΣ ΣΕ ΜΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΉ ΜΗΧΑΝΉ
Γλώσσες προγραμματισμού; Θεωρία γλωσσών προγραμματισμού
Γλώσσα προγραμματισμού λέγεται μια τεχνητή γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο μιας μηχανής, συνήθως ενός υπολογιστή. Οι γλώσσες προγραμματισμού (όπως άλλωστε και οι ανθρώπινες γλώσσες) ορίζονται από ένα σύνολο συντακτικών και εννοιολογικών κανόνων, που ορίζουν τη δομή και το νόημα, αντίστοιχα, των προτάσεων της γλώσσας.
Γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου         
Ως υψηλού επιπέδου γλώσσα προγραμματισμού (high-level programming language) ορίζεται αυτή που επιτρέπει τη μεταφερσιμότητα ενός προγράμματος από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο. Αποτελείται από εντολές εύκολα κατανοητές στον προγραμματιστή, καθώς μοιάζουν με -περιορισμένη- φυσική γλώσσα.
Συναρτησιακός προγραμματισμός         
Στην επιστήμη υπολογιστών, συναρτησιακός προγραμματισμός είναι ένα προγραμματιστικό παράδειγμα που αντιμετωπίζει τον υπολογισμό ως την αποτίμηση μαθηματικών συναρτήσεων και αποφεύγει την κατάσταση προγράμματος και τα μεταβλητά δεδομένα. Δίνει έμφαση στην εφαρμογή συναρτήσεων, σε αντίθεση με τον προστακτικό προγραμματισμό, ο οποίος δίνει έμφαση στις αλλαγές κατάστασης.

Wikipédia

ML (γλώσσα προγραμματισμού)
Η ML είναι μια συναρτησιακή γλώσσα προγραμματισμού γενικής χρήσης, που αναπτύχθηκε από τον Ρόμπιν Μίλνερ και άλλους στο τέλος της δεκαετίας του 1970 στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ξεκίνησε ως μέτα-γλώσσα (εξού και το όνομα Meta-Language) για διαδραστικές αποδείξεις στο σύστημα Edinburgh LCF (τα αρχικά για "Logic for Computable Functions" - λογική για υπολογίσιμες συναρτήσεις) και εξελίχθηκε σε γενικής χρήσης γλώσσα προγραμματισμού για να καλύψει τις ανάγκες αυτής της εφαρμογής.